- τροφοδότηση
- alimentation
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
τροφοδότηση — η 1. τροφοδοσία (βλ. λ.): Τροφοδότηση των λόχων. 2. μτφ., η παροχή των αναγκαίων υλικών για τη συντήρηση ή λειτουργία μηχανήματος: Τροφοδότηση ατμομηχανής. 3. δανεισμός χρημάτων για τη συντήρηση ή επέκταση επιχείρησης: Τροφοδότηση του εργοστασίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροφοδότηση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τροφοδοτώ, η παροχή τροφίμων 2. συνεκδ. συστηματική παροχή 3. (κατ΄ επέκτ.) α) η χορήγηση της αναγκαίας ενέργειας και τών αναγκαίων υλικών για τη συντήρηση και τη λειτουργία ενός συστήματος β) παροχή ή… … Dictionary of Greek
απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… … Dictionary of Greek
ταμιευτήρας — ο, Ν [ταμιεύω] τεχνολ. δεξαμενή δυναμικής ενέργειας για την τροφοδότηση υδροηλεκτρικών σταθμών ή συγκέντρωσης νερού για την τροφοδότηση υδρευτικών και αρδευτικών δικτύων … Dictionary of Greek
αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… … Dictionary of Greek
αεροκιβώτιο — Μεταλλικό δοχείο συνήθως σε σχήμα κώδωνα, που περικλείει αέρια μάζα και το οποίο προσαρμόζεται από το ανοιχτό του στόμιο σε σωλήνες που τροφοδοτούν (με τη βοήθεια καταθλιπτικής αντλίας) με νερό τα διάφορα τμήματα των ατμομηχανών και γενικότερα… … Dictionary of Greek
αιμάτωση — η (Α αἱμάτωσις) [αἱματῶ] νεοελλ. 1. η τροφοδότηση με αίμα μιας περιοχής τού σώματος 2. ρύση αίματος από αγγεία τού σώματος·|| αρχ. μετατροπή σε αίμα, αιματοποίηση … Dictionary of Greek
ακτουάριος — ἀκτουάριος, ο (AM) μσν. γιατρός τής αυτοκρατορικής αυλής αρχ. 1. γραφέας τών Ρωμαίων, ο οποίος στενογραφούσε τις αγορεύσεις στη Γερουσία και στα δικαστήρια, καθώς και τους ρητορικούς λόγους που εκφωνούνταν στην εκκλησία τού δήμου 2. αξιωματικός… … Dictionary of Greek
ανοξία — η στη βιολογία, η κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ανεπαρκή τροφοδότηση των ιστών με οξυγόνο … Dictionary of Greek
αορτή — Μεγάλο αγγειακό στέλεχος που ξεκινά από την αριστερή κοιλία της καρδιάς, και αφού κάνει μια απόκλιση προς τα πάνω (ανιούσα α.), διαγράφει τόξο (αορτικό τόξο), και κατευθύνεται προς τα κάτω (κατιούσα α.) και καταλήγει στο ύψος του τέταρτου… … Dictionary of Greek
ατμαντλία — η αντλία που κινείται με το έργο που παράγει ο ατμός της ατμομηχανής και χρησιμοποιείται για την τροφοδότηση του ατμολέβητα με νερό στην κατηγορία αυτήν ανήκουν τα τροφοδοτικά ιππάρια … Dictionary of Greek